- δοντόπονος
- ο1. πονόδοντος2. ανεκδήλωτο ερωτικό αίσθημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοντόπονος — ο 1. ο πονόδοντος. 2. μτφ., κρυφός έρωτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)